φορά

φορά
η
1) раз;

αότή τη φορά — на этот раз;

άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;

δεύτερη φορά — вторично;

εκείνη τη φορά — в тот раз;

κάθε φορά — всякий раз;

μιά φορά — однажды, один раз;

δυό φορές — дважды;

άλλη μιά φορά — ещё раз;

μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;

πόσες φορές; — сколько раз?;

εκατό φορές — сто раз;

πολλές φορές — много раз;

λίγες φορές — редко;

μερικές φορές — иногда, изредка;

καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;

τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;

2) стремительность, быстрое движение;

επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;

3) разбег;

άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);

4) направление;

φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);

κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;

5) движение, ход;

η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;

§ μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;

ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;

φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;

είναι μιά φορ! — вот это да!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "φορά" в других словарях:

  • φορά — φορά̱ , φορά an act fem nom/voc/acc dual φορά̱ , φορά an act fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φοράς fruitful fem voc sg φορός bearing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορᾷ — φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • φόρα — (I) Ν επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ άπλυτα στη φόρα» αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum… …   Dictionary of Greek

  • φορά — η 1. γρήγορη, ορμητική κίνηση, ορμή. 2. η φόρα (βλ. λ.): Άλμα χωρίς φορά. 3. η κατεύθυνση της κίνησης, η διεύθυνση του πράγματος που κινείται: Η φορά του ρεύματος. 4. περίπτωση ή κατάσταση σε συνδυασμό με χρονική έννοια, χρονική περίοδος, στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρα — η 1. φορά, ορμή, δύναμη: Έπεσε πάνω μου με φόρα. 2. η προπαρασκευαστική κίνηση για άλμα ή ρίψη, ο παλμός: Πήρε φόρα και πήδηξε το χαντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορᾶ — φορεύς bearer masc acc sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρα — φόρον forum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συ(μ)φορά — η 1. μεγάλο δυστύχημα: Τον έπληξε με μεγάλη συμφορά. 2. (ως επιφών.) «συφορά μας», αλίμονό μας· «συφορά του», τρομάρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορᾶι — φορᾷ , φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοράν — φορά̱ν , φορά an act fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»